- διφαλαγγαρχία
- δῐφᾰλαγγ-αρχία, ἡ,A corps of two φαλαγγαρχίαι or 8, 192 men (half a phalanx), Ael.Tact. 9.9, Arr.Tact.10.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διφαλαγγαρχία — διφαλαγγαρχίᾱ , διφαλαγγαρχία corps of two fem nom/voc/acc dual διφαλαγγαρχίᾱ , διφαλαγγαρχία corps of two fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφαλαγγαρχία — διφαλαγγαρχία, η (Α) ο βαθμός και ο χρόνος θητείας τού διφαλαγγάρχη … Dictionary of Greek
διφαλαγγαρχίαι — διφαλαγγαρχίᾱͅ , διφαλαγγαρχία corps of two fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek